- σωληνοκέντης
- σωληνο-κέντης, ου, ὁ,A fisher of σωλῆνες, OGI756.5 (Milet.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωληνοκέντης — ὁ, Α ο σωληνοθήρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, ῆνος «είδος θαλάσσιου οστρακόδερμου» + κέντης (< κεντῶ), πρβλ. ταυρο κέντης] … Dictionary of Greek
σωλην(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στη λ. σωλήν, ῆνος και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση με σωλήνα ή αναφέρεται στον σωλήνα (για τις σημ. τού τ. βλ. λ. σωλήνας). Το α συνθετικό σωληνο απαντά και σε αρκετούς… … Dictionary of Greek